- ξέω
- (ΑΜ ξέω)1. ξύνω2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.)3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβωμσν.διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς τομσν.-αρχ.στιλβώνω, γυαλίζωαρχ.1. (και για γλυπτικό έργο) λαξεύω, σκαλίζω («λέχος ἔξεον, ὄφρ' ἐτέλεσσα», Ομ. Οδ.)2. ερεθίζω ξύνοντας («τὰ μὲν ἐπιπολῆς ξέει ἔντερα», Αρετ.)3. (το παθ.) ξέομαιγδέρνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ξέω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *qs-es-, που μπορεί να συνδεθεί με τη ρίζα *qes- «ξέω, γδέρνω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. česati «ξαίνω»). Κατ' άλλους, δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές ρίζες αλλά για τη ρίζα *qes-, από την οποία με μετάθεση τών συμφώνων (*qes- > *qse-) σχηματίστηκε το ξέω. Το ρ. ξέω συνδέεται σημασιολογικά με τα ξαίνω* και ξύω (βλ. λ. ξύνω).ΠΑΡ. ξέσις, ξέσμα, ξεστός, ξέστρο(ν), ξόαν(ο)αρχ.ξεσμός, ξοΐς, ξοΐτης, ξοόςμσν.- νεοελλ.ξεστήρ(ας)νεοελλ.ξέστρα.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναξέω, αποξέω, διαξέω, περιξέωαρχ.αμφιξέω, εγξέω, εκξέω. επιξέω, καταξέω, παραξέω, προαναξέω, προσαποξέω, συγξέω, υποξέω].
Dictionary of Greek. 2013.